- τριγλοφόρος
- τριγλο-φόρος, Seebarben tragend, bringend; τριγλοφόρος χιτών, das Netz, worin man Seebarben fing
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριγλοφόρος — ον, Α 1. αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει μπαρμπούνια 2. φρ. «τριγλοφόρος χιτών» δίχτυ για αλιεία τρίγλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + φόρος*] … Dictionary of Greek
τριγλοφόρους — τριγλοφόρος bearing mullets masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)